σταλίστρα

σταλίστρα
η, Ν
σκιερός τόπος για το στάλισμα τών αιγοπροβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταλίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κρεμάσ-τρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σταλίστρα — η τόπος όπου σταλίζουν τα ζώα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στάλος — Πεδινός οικισμός (373 κάτ., υψόμ. 80 μ.), στην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στα δυτικά των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νέας Κυδωνίας (Γαλατά). * * * και σταλός, ο, και στάλος, το, Ν 1. η σταλίστρα 2. στάλισμα, στάλιασμα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”